- Joined
- Oct 21, 2012
- Messages
- 7,362
Τίτλος : " Μια όμορφη απόδραση εις μαγευτική τοποθεσία παρά την Χριστουγεννιάτικη (πικρο)λίμνη!"
Πόσο πολύ το ήθελε!
Πόσο πολύ το σκεφτόταν! Ένα όμορφο διήμερο, μετά από τόσες πολλές κουραστικές ημερίδες, μαζεύοντας σκόρπιες εφημερίδες με μπαγιάτικα νέα...
Την είχαν κουράσει όλα αυτά.
Πόσο πολύ είχε κουραστεί από τα ίδια και τα ίδια με όλα αυτά τα άτακτα γίδια που την περιβάλαν μέσα στο καθημερινό της μαντρί. Τι κι αν είχε μόλις αγοράσει το πανέμορφο μαντρί – παλάτι με ειδικές υποδοχές για τράγους και γαϊδάρους, που τόσο πολύ – δεν - ήθελε μια ολόκληρη ζωή.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι τα υλικά αγαθά θα μπορούσαν να την ξεφορτώσουν από όλο αυτό το απίστευτο ψυχικό βάρος που είχε ζαλικωθεί, τόσα πολλά χρόνια, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της μικρό κοριτσάκι μέσα σε ένα μεταχειρισμένο καροτσάκι από super market, που ο πατέρας της, την είχε πάρει για οικονομία, για να την βγάζει τις μουντές Κυριακές καμιά βόλτα, μιας που τα έσοδα της οικογενείας δεν έφταναν ούτε για ένα ζεστό ψωμάκι, στο τραπέζι κάθε μέρα.
Οι μπροτσούρες του φτηνού ταξιδιωτικού πρακτορείου, διαφήμιζαν εορταστικά διήμερα και τριήμερα σε πολύ προσιτές, για την μέση χρεωμένη οικογένεια τιμές. Τις ξεφύλλιζε με πάθος και αγωνία, εκείνες τις γαλάζιες νύχτες που τις περνούσε στα πεταχτά μέσα σε καθαρές τουαλέτες και την άλλη μέρα το πρωί, συζητούσε για ταξίδια με τις φίλες της που δούλευαν σε εταιρίες κοινωνικού ανταγωνισμού και υψηλού status.
Ο πόθος για ένα ταξίδι γινόταν μέρα με την ημέρα τόσο δυνατός που έφτασε σε σημείο να καταπνίγει ακόμα και τα εκκωφαντικά αέρια από ξερά φασόλια που κατέβαζε λαίμαργα για τόσες μέρες προσπαθώντας να κλάνει οικονομία, μπας και κάποια στιγμή, θα μπορούσε να πετύχει το ακατόρθωτο...να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι προς την δική της Ιθάκη..
Το όνειρο πλησίαζε πιο κοντά, μέρα με την ημέρα, και το μυαλό της είχε πια απογειωθεί, αγνοώντας όλες εκείνες τις ντουζίνες από πνιχτές, πνιγμένες και πνιγηρές καθημερινές τσιρίδες και γεμάτα λαγνεία βλέμματα κάποιου γέροντα πιθήκου, προϊσταμένου της, μέσα στο καθημερινό εργασιακό της κελί, φορώντας πλέον μόνο τα πρεσβυωπικά του γυαλιά.
Το υπό πτώχευση πρακτορείο "Le μπατίρ" συνεργαζόμενο με το επίσης φημισμένο γραφείο "Άι Σιχτίρ" , είχε προλάβει να συμβληθεί με το πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού και οι τιμές φάνταζαν πλέον ασύλληπτα συλληπτικές για το πτωχό της το βαλάντιο. Εξάλλου ακόμη και ο φιλαράκος της, που μόλις είχε επανέλθει στην δουλειά, παίρνοντας επιτέλους την μεγάλη απόφαση να προχωρήσει στο αντιγριπικό του εμβόλιο, την είχε ενθαρρύνει να προχωρήσει επιτέλους στην αγορά εισιτηρίων και να κλείσει (μετά τα ρήματα και τα ουσιαστικά της Γλώσσας διαβάζοντας ολόκληρες νύχτες το μικρό παιδάκι της) την διαμονή, όχι σε μονή , μα στην ονειρική τοποθεσία δίπλα από την λίμνη με τους φαλακρούς κάστορες.
Πλέον η απόφαση είχε ληφθεί και τα επιπλέοντα καλάμια της λίμνης είχαν πάρει μια μεγαλειώδη θέση μέσα στο δυνατό, παιδικό της μυαλουδάκι, επισκιάζοντας και ρίχνοντας στην μπάντα ακόμη και τα καινούργια της έπιπλα που μόλις είχε αγοράσει με αιματηρές οικονομίες από το γιουσουρουμ και τον τσιφούτη επιπλοποιό.
Το μικρό της αυτοκινητάκι, φορτωμένο με κάθε λογής σουσουδάκι, μουσουδάκι, αρκουδάκι μαζί με μοσχαράκι σε μικρά και μεγάλα τάπερ, καλά τυλιγμένα ανάμεσα σε εφημερίδες, κρυμμένα σε σακούλια και τσουβάλια. είχε ξεκινήσει από πολύ πρωί. Γκάζι, φρένο, γκάζι φρένο και συμπλέκτης άλλαζαν ταχύτητες χαρούμενα λες και είχαν πια απαλλαγεί από την πνιγερή μυρωδιά της μουντής καθημερινότητας της, μπαίνοντας και βγαίνοντας από το δυστυχισμένο αλλά καινούργιο της μαντρί.
“Τρεχάτε ποδαράκια μου και λησμονείτε κάλτσες” ... ήταν όλο αυτό το διάστημα, έχοντας συνεχώς την σκέψη της γύρω από την αρχαία στέψη της. Πάντα έβλεπε τον εαυτό της ως πριγκίπισσα του παραμυθιού που όμως κάπου στην πορεία ο πρίγκιπας τελικά αποδείχτηκε πολύ μικρός και λίγος.
Ούτε κατάλαβε πως πέρασαν οι ώρες, μετά την έξοδο της από τα Διαβατά, διαβαίνοντας την Εθνική, που μόνο εκεί δεν διατηρούσε λογαριασμό. Είχε τόσο πολύ μπλεχτεί με όλες αυτές τις αγορές και τα καινούργια πραγματάκια της, που είχε πια χάσει τον μπούσουλα με τους λογαριασμούς και τις τράπεζες. Ακόμη και στο ψυγείο της είχε ξεχασμένα αποκόμματα κάτω από τα νυχτερινά δαγκώματα σε τούρτες και σε κέικς. Πόσο πολύ την τρόμαζαν οι τράπεζες...και τώρα πια είχε παγιδευτεί για μια σχεδόν ολόκληρη ζωή στα δίχτυα τους.
Πόσο πολύ το ήθελε!
Πόσο πολύ το σκεφτόταν! Ένα όμορφο διήμερο, μετά από τόσες πολλές κουραστικές ημερίδες, μαζεύοντας σκόρπιες εφημερίδες με μπαγιάτικα νέα...
Την είχαν κουράσει όλα αυτά.
Πόσο πολύ είχε κουραστεί από τα ίδια και τα ίδια με όλα αυτά τα άτακτα γίδια που την περιβάλαν μέσα στο καθημερινό της μαντρί. Τι κι αν είχε μόλις αγοράσει το πανέμορφο μαντρί – παλάτι με ειδικές υποδοχές για τράγους και γαϊδάρους, που τόσο πολύ – δεν - ήθελε μια ολόκληρη ζωή.
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι τα υλικά αγαθά θα μπορούσαν να την ξεφορτώσουν από όλο αυτό το απίστευτο ψυχικό βάρος που είχε ζαλικωθεί, τόσα πολλά χρόνια, από τότε που θυμόταν τον εαυτό της μικρό κοριτσάκι μέσα σε ένα μεταχειρισμένο καροτσάκι από super market, που ο πατέρας της, την είχε πάρει για οικονομία, για να την βγάζει τις μουντές Κυριακές καμιά βόλτα, μιας που τα έσοδα της οικογενείας δεν έφταναν ούτε για ένα ζεστό ψωμάκι, στο τραπέζι κάθε μέρα.
Οι μπροτσούρες του φτηνού ταξιδιωτικού πρακτορείου, διαφήμιζαν εορταστικά διήμερα και τριήμερα σε πολύ προσιτές, για την μέση χρεωμένη οικογένεια τιμές. Τις ξεφύλλιζε με πάθος και αγωνία, εκείνες τις γαλάζιες νύχτες που τις περνούσε στα πεταχτά μέσα σε καθαρές τουαλέτες και την άλλη μέρα το πρωί, συζητούσε για ταξίδια με τις φίλες της που δούλευαν σε εταιρίες κοινωνικού ανταγωνισμού και υψηλού status.
Ο πόθος για ένα ταξίδι γινόταν μέρα με την ημέρα τόσο δυνατός που έφτασε σε σημείο να καταπνίγει ακόμα και τα εκκωφαντικά αέρια από ξερά φασόλια που κατέβαζε λαίμαργα για τόσες μέρες προσπαθώντας να κλάνει οικονομία, μπας και κάποια στιγμή, θα μπορούσε να πετύχει το ακατόρθωτο...να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι προς την δική της Ιθάκη..
Το όνειρο πλησίαζε πιο κοντά, μέρα με την ημέρα, και το μυαλό της είχε πια απογειωθεί, αγνοώντας όλες εκείνες τις ντουζίνες από πνιχτές, πνιγμένες και πνιγηρές καθημερινές τσιρίδες και γεμάτα λαγνεία βλέμματα κάποιου γέροντα πιθήκου, προϊσταμένου της, μέσα στο καθημερινό εργασιακό της κελί, φορώντας πλέον μόνο τα πρεσβυωπικά του γυαλιά.
Το υπό πτώχευση πρακτορείο "Le μπατίρ" συνεργαζόμενο με το επίσης φημισμένο γραφείο "Άι Σιχτίρ" , είχε προλάβει να συμβληθεί με το πρόγραμμα κοινωνικού τουρισμού και οι τιμές φάνταζαν πλέον ασύλληπτα συλληπτικές για το πτωχό της το βαλάντιο. Εξάλλου ακόμη και ο φιλαράκος της, που μόλις είχε επανέλθει στην δουλειά, παίρνοντας επιτέλους την μεγάλη απόφαση να προχωρήσει στο αντιγριπικό του εμβόλιο, την είχε ενθαρρύνει να προχωρήσει επιτέλους στην αγορά εισιτηρίων και να κλείσει (μετά τα ρήματα και τα ουσιαστικά της Γλώσσας διαβάζοντας ολόκληρες νύχτες το μικρό παιδάκι της) την διαμονή, όχι σε μονή , μα στην ονειρική τοποθεσία δίπλα από την λίμνη με τους φαλακρούς κάστορες.
Πλέον η απόφαση είχε ληφθεί και τα επιπλέοντα καλάμια της λίμνης είχαν πάρει μια μεγαλειώδη θέση μέσα στο δυνατό, παιδικό της μυαλουδάκι, επισκιάζοντας και ρίχνοντας στην μπάντα ακόμη και τα καινούργια της έπιπλα που μόλις είχε αγοράσει με αιματηρές οικονομίες από το γιουσουρουμ και τον τσιφούτη επιπλοποιό.
Το μικρό της αυτοκινητάκι, φορτωμένο με κάθε λογής σουσουδάκι, μουσουδάκι, αρκουδάκι μαζί με μοσχαράκι σε μικρά και μεγάλα τάπερ, καλά τυλιγμένα ανάμεσα σε εφημερίδες, κρυμμένα σε σακούλια και τσουβάλια. είχε ξεκινήσει από πολύ πρωί. Γκάζι, φρένο, γκάζι φρένο και συμπλέκτης άλλαζαν ταχύτητες χαρούμενα λες και είχαν πια απαλλαγεί από την πνιγερή μυρωδιά της μουντής καθημερινότητας της, μπαίνοντας και βγαίνοντας από το δυστυχισμένο αλλά καινούργιο της μαντρί.
“Τρεχάτε ποδαράκια μου και λησμονείτε κάλτσες” ... ήταν όλο αυτό το διάστημα, έχοντας συνεχώς την σκέψη της γύρω από την αρχαία στέψη της. Πάντα έβλεπε τον εαυτό της ως πριγκίπισσα του παραμυθιού που όμως κάπου στην πορεία ο πρίγκιπας τελικά αποδείχτηκε πολύ μικρός και λίγος.
Ούτε κατάλαβε πως πέρασαν οι ώρες, μετά την έξοδο της από τα Διαβατά, διαβαίνοντας την Εθνική, που μόνο εκεί δεν διατηρούσε λογαριασμό. Είχε τόσο πολύ μπλεχτεί με όλες αυτές τις αγορές και τα καινούργια πραγματάκια της, που είχε πια χάσει τον μπούσουλα με τους λογαριασμούς και τις τράπεζες. Ακόμη και στο ψυγείο της είχε ξεχασμένα αποκόμματα κάτω από τα νυχτερινά δαγκώματα σε τούρτες και σε κέικς. Πόσο πολύ την τρόμαζαν οι τράπεζες...και τώρα πια είχε παγιδευτεί για μια σχεδόν ολόκληρη ζωή στα δίχτυα τους.